(www.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=11.06.2005,id=80561496 )
Η «Ε» απευθύνθηκε στον καθηγητή Σταύρο Τσακυράκη, που είχε χειριστεί την υπόθεση Κοσμοπούλου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Του ζήτησε να τη συγκρίνει με τα στοιχεία της νέας υπόθεσης. Να τι απάντησε: Η περίπτωση της κ. Γ.Ρ. είναι κραυγαλέα. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς για τους δικαστές είναι ότι επέδειξαν προχειρότητα και δεν έχουν προβληματιστεί αρκετά για τον τρόπο που πρέπει να εκδικάζουν υποθέσεις επιμέλειας και επικοινωνίας.
Συγκεκριμένα, αποτελεί πράξη δικαστικής αυθαιρεσίας η διατήρηση σε ισχύ της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, τη στιγμή που υπάρχει απόφαση με την τακτική διαδικασία, ύστερα από γνώμη πραγματογνωμόνων, η οποία δίνει την επιμέλεια στη μητέρα. Το Εφετείο, έπειτα από προδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν την έλλειψη οποιασδήποτε υπηρεσίας ικανής να διαπιστώσει τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, έρχεται και ανατρέπει την πρωτόδικη απόφαση, αγνοώντας τις γνώμες των ψυχολόγων, τις οποίες η ίδια η δικαστική εξουσία είχε ζητήσει. Το πιο εκπληκτικό δε είναι ότι δίνει την επιμέλεια στον πατέρα, παρ' όλο που διαπιστώνει ότι αυτός υποδαυλίζει την απαξιωτική γνώμη των παιδιών για τη μητέρα, επιβραβεύοντας έτσι μια συμπεριφορά που καταστρέφει τα παιδιά και τα καταδικάζει να στερηθούν τη σχέση τους με τη μάνα. Η υπόθεση Κοσμοπούλου με έκανε να αντιληφθώ το μέγεθος του προβλήματος. Πολλοί γονείς δεν διστάζουν να διαβάλουν τον άλλο γονέα στο παιδί, ώστε να το αποκόψουν από αυτόν. Μαζί με την αναπόφευκτη ανασφάλεια που αισθάνεται το παιδί από το χωρισμό των γονέων του, δέχεται τέτοια ψυχολογική πίεση ώστε συχνά η μόνη διέξοδος επιβίωσης είναι η ταύτισή του με τον γονέα με τον οποίο συμβιώνει. Εμφανίζεται, λοιπόν, να απορρίπτει τον άλλο γονέα και να αρνείται κάθε επικοινωνία μαζί του για λόγους που δεν συνδέονται με τη δική του σχέση με αυτόν, αλλά με προβλήματα που αφορούν τις σχέσεις του ζευγαριού και τα οποία ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια μεταφέρει στο παιδί. Είναι απορίας άξιον πώς τα δικαστήρια στηρίζονται στη θέληση του παιδιού ακόμη και όταν δέχονται ότι αυτή είναι χειραγωγημένη. Αναμφίβολα, η θέληση του παιδιού πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο εφόσον είναι αυθεντική. Ομως και σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν η θέληση του παιδιού οδηγεί στην πλήρη αποξένωση από τη μητέρα ή τον πατέρα του, μπορεί να αποβεί τόσο μοιραία για το συμφέρον του, ώστε με τη βοήθεια ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Κατά μείζονα λόγο, η θέληση του παιδιού δεν μπορεί να είναι αποφασιστική όταν είναι αποτέλεσμα χειραγώγησης από τον γονέα με τον οποίο συμβιώνει. Σκεφθείτε την αναλογία με ένα οκτάχρονο παιδί που αντί να πηγαίνει στο σχολείο περνά τη μέρα του στο μαγαζί του πατέρα του. Οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτός δεν το αφήνει να πάει σχολείο διότι χρειάζεται τη βοήθειά του. Απαλλάσσεται άραγε κάθε ευθύνης αν το παιδί δηλώνει ότι δεν θέλει το σχολείο; Ακόμη και στην περίπτωση που η θέληση του παιδιού είναι αυθεντική, είναι προφανές ότι ο ασκών την επιμέλεια έχει υποχρέωση να διαμορφώσει τις συνθήκες που επιτρέπουν τη μόρφωσή του, αλλιώς δεν είναι κατάλληλος για να έχει την επιμέλεια. Η επικοινωνία με τον γονέα είναι πιο σημαντική από τη μόρφωση του παιδιού. Γι' αυτό και οι δικαστικές αρχές πρέπει να έχουν έναν απλό κανόνα. Ο γονέας που δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα δεν είναι κατάλληλος για να έχει την επιμέλεια. Το θεμελιώδες συμφέρον του παιδιού επιβάλλει να έχει σχέσεις και με τους δύο γονείς, επομένως το παιδί πρέπει να συμβιώνει με τον γονέα που μπορεί να εξασφαλίσει την επικοινωνία.
*Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η επικοινωνία με τους γονείς, πιο σημαντική από τη μόρφωση Του Σ. ΤΣΑΚΥΡΑΚΗ
Η «Ε» απευθύνθηκε στον καθηγητή Σταύρο Τσακυράκη, που είχε χειριστεί την υπόθεση Κοσμοπούλου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Του ζήτησε να τη συγκρίνει με τα στοιχεία της νέας υπόθεσης. Να τι απάντησε: Η περίπτωση της κ. Γ.Ρ. είναι κραυγαλέα. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς για τους δικαστές είναι ότι επέδειξαν προχειρότητα και δεν έχουν προβληματιστεί αρκετά για τον τρόπο που πρέπει να εκδικάζουν υποθέσεις επιμέλειας και επικοινωνίας.
Συγκεκριμένα, αποτελεί πράξη δικαστικής αυθαιρεσίας η διατήρηση σε ισχύ της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, τη στιγμή που υπάρχει απόφαση με την τακτική διαδικασία, ύστερα από γνώμη πραγματογνωμόνων, η οποία δίνει την επιμέλεια στη μητέρα. Το Εφετείο, έπειτα από προδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν την έλλειψη οποιασδήποτε υπηρεσίας ικανής να διαπιστώσει τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, έρχεται και ανατρέπει την πρωτόδικη απόφαση, αγνοώντας τις γνώμες των ψυχολόγων, τις οποίες η ίδια η δικαστική εξουσία είχε ζητήσει. Το πιο εκπληκτικό δε είναι ότι δίνει την επιμέλεια στον πατέρα, παρ' όλο που διαπιστώνει ότι αυτός υποδαυλίζει την απαξιωτική γνώμη των παιδιών για τη μητέρα, επιβραβεύοντας έτσι μια συμπεριφορά που καταστρέφει τα παιδιά και τα καταδικάζει να στερηθούν τη σχέση τους με τη μάνα. Η υπόθεση Κοσμοπούλου με έκανε να αντιληφθώ το μέγεθος του προβλήματος. Πολλοί γονείς δεν διστάζουν να διαβάλουν τον άλλο γονέα στο παιδί, ώστε να το αποκόψουν από αυτόν. Μαζί με την αναπόφευκτη ανασφάλεια που αισθάνεται το παιδί από το χωρισμό των γονέων του, δέχεται τέτοια ψυχολογική πίεση ώστε συχνά η μόνη διέξοδος επιβίωσης είναι η ταύτισή του με τον γονέα με τον οποίο συμβιώνει. Εμφανίζεται, λοιπόν, να απορρίπτει τον άλλο γονέα και να αρνείται κάθε επικοινωνία μαζί του για λόγους που δεν συνδέονται με τη δική του σχέση με αυτόν, αλλά με προβλήματα που αφορούν τις σχέσεις του ζευγαριού και τα οποία ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια μεταφέρει στο παιδί. Είναι απορίας άξιον πώς τα δικαστήρια στηρίζονται στη θέληση του παιδιού ακόμη και όταν δέχονται ότι αυτή είναι χειραγωγημένη. Αναμφίβολα, η θέληση του παιδιού πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο εφόσον είναι αυθεντική. Ομως και σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν η θέληση του παιδιού οδηγεί στην πλήρη αποξένωση από τη μητέρα ή τον πατέρα του, μπορεί να αποβεί τόσο μοιραία για το συμφέρον του, ώστε με τη βοήθεια ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Κατά μείζονα λόγο, η θέληση του παιδιού δεν μπορεί να είναι αποφασιστική όταν είναι αποτέλεσμα χειραγώγησης από τον γονέα με τον οποίο συμβιώνει. Σκεφθείτε την αναλογία με ένα οκτάχρονο παιδί που αντί να πηγαίνει στο σχολείο περνά τη μέρα του στο μαγαζί του πατέρα του. Οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτός δεν το αφήνει να πάει σχολείο διότι χρειάζεται τη βοήθειά του. Απαλλάσσεται άραγε κάθε ευθύνης αν το παιδί δηλώνει ότι δεν θέλει το σχολείο; Ακόμη και στην περίπτωση που η θέληση του παιδιού είναι αυθεντική, είναι προφανές ότι ο ασκών την επιμέλεια έχει υποχρέωση να διαμορφώσει τις συνθήκες που επιτρέπουν τη μόρφωσή του, αλλιώς δεν είναι κατάλληλος για να έχει την επιμέλεια. Η επικοινωνία με τον γονέα είναι πιο σημαντική από τη μόρφωση του παιδιού. Γι' αυτό και οι δικαστικές αρχές πρέπει να έχουν έναν απλό κανόνα. Ο γονέας που δεν μπορεί να εξασφαλίσει την επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα δεν είναι κατάλληλος για να έχει την επιμέλεια. Το θεμελιώδες συμφέρον του παιδιού επιβάλλει να έχει σχέσεις και με τους δύο γονείς, επομένως το παιδί πρέπει να συμβιώνει με τον γονέα που μπορεί να εξασφαλίσει την επικοινωνία.
*Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου